Δήλωση αποδοχής κληρονομίας
Η δήλωση αποδοχής κληρονομίας αποτελεί την έκφραση της βούλησης του κληρονόμου να γίνει οριστικός διάδοχος του κληρονομουμένου.
Η αποδοχή συνεπάγεται εδραίωση του εν δυνάμει κληρονόμου στην κληρονομική διαδοχή, είναι ανέκκλητη (1857 §) και έχει διαπλαστική φύση, διότι διαμορφώνει νέα κατάσταση ακόμη και όταν δεν πραγματοποιείται με ρητή δήλωση βουλήσεως.
Η λειτουργία της αποδοχής είναι διττή, αφενός εδραιώνει οριστικά την κληρονομική ιδιότητα, και κατ’ αποτέλεσμα συνιστά προϋπόθεση της διαδοχής του κληρονομούμενου από τον κληρονόμο και αφετέρου αποτελεί προϋπόθεση της κτήσης του κληρονομικού δικαιώματος ως τέτοιου.
Η οριστική κτήση του κληρονομικού δικαιώματος από τον κληρονόμο ανατρέχει στο χρόνο της επαγωγής, δηλαδή του θανάτου του κληρονομουμένου.
Η αποδοχή είναι δικαιοπραξία ανεπίδεκτη αίρεσης ή προθεσμίας, ώστε να μην μένει μετέωρη η τύχης της κληρονομικής διαδοχής ηρτημένης της αιρέσεως ή διαρκούσης της προθεσμίας (1851 εδ’ β ΑΚ) (Απ. Γεωργιάδης, ΚληρΔ, § 38, αρ. 25· Μπαλής, ΚληρΔ, § 173· Βουζίκας, ΚληρΔ, § 19 1· Ψούνη, ΚληρΔ Ι, § 3 ΙΙΙ δ. γ· Τούσης, ΚληρΔ, § 137· Αστ. Γεωργιάδης, εις ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 1849-1851 αρ. 4).
Είδη αποδοχής
Ως δήλωση βούλησης, η αποδοχή είναι δυνατό να τελεστεί με τους εξής τρόπους:
α. Ρητή αποδοχή
Η ρητή δήλωση αποδοχής της κληρονομίας συνίσταται στη δήλωση της βούλησης ενός προσώπου, γραπτώς ή προφορικώς, από την οποία συνάγεται ευθέως η αποδοχή της κληρονομίας εκ μέρους του(Απ. Γεωργιάδης, ΚληρΔ, § 38, αρ. 14· Μπαλής, ΚληρΔ, § 173· Φλάμπουρας, εις Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, άρθρο 1849, αρ. 4).
Δήλωση αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής είναι πάντοτε ρητή και γίνεται αποκλειστικά με δήλωση ενώπιον του Γραμματέα του δικαστηρίου ( 1902 ΑΚ ).
Αίτηση για κληρονομητήριο ( 1956 , 1957 AK), η οποία περιέχει ρητή δήλωση του κληρονόμου, ότι είναι κληρονόμος και ζητά από το δικαστήριο να επιβεβαιώσει με την απόφασή του αυτή την ιδιότητά του. Η δήλωση προς το δικαστήριο για έκδοση κληρονομητηρίου συνιστά κατά νόμο άμεση δήλωση αποδοχής, η οποία έχει ως συνέπεια την κτήση όλων των δικαιωμάτων πλην των εμπραγμάτων, για τα οποία απαιτείται πρόσθετο ξένο έγγραφο προς μεταγραφή (1197 ΑΚ).
Άσκηση αγωγής περί κλήρου ( 1197 ΑΚ) περιέχει επίσης ρητή δήλωση του ενάγοντα, ότι είναι κληρονόμος και ζητά από το δικαστήριο να αναγνωρίσει την ιδιότητά του αυτή και να του αποδοθούν τα κληρονομιαία.
β. Σιωπηρή αποδοχή
Η δυνατότητα σιωπηρής αποδοχής της κληρονομίας προκύπτει από το γεγονός ότι δεν τάσσεται ορισμένος τύπος περί της αποδοχής. Οποιαδήποτε λοιπόν πράξη ή παράλειψη του προσωρινού μέχρι τη στιγμή της αποδοχής κληρονόμου ισοδυναμεί με τη θέλησή του, αντικειμενικά διαγνώσιμα, να είναι οριστικός κληρονόμος, αποτελεί σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας (Απ. Γεωργιάδης, ΚληρΔ, § 38, αρ. 15· Μπαλής, ΚληρΔ, § 173· Βουζίκας, ΚληρΔ, § 19 Ι 1· Τούσης, ΚληρΔ, § 137· Ψούνη, ΚληρΔ Ι, § 3 ΙΙ 2).
Η πληρωμή των εξόδων της κηδείας του θανόντος δεν συνιστά πράξη αποδοχής . Η απλή έκδοση πιστοποιητικού μη αποποίησης της κληρονομίας, δεν συνιστά σιωπηρή αποδοχή κληρονομίας. Κατά το γράμμα του νόμου, η σύνταξη απογραφής δεν θεωρείται αποδοχή της κληρονομίας από μόνη της (1849 εδ. β΄ ΑΚ) . Τέλος, η αίτηση προς τον εκτελεστή διαθήκης για την παροχή στοιχείων της κληρονομίας δε συνιστά πράξη αποδοχής της κληρονομίας, αλλά προπαρασκευαστική αυτής ενέργεια .
Αντίθετα, σιωπηρή αποδοχή της κληρονομίας συνιστά η αίτηση για την παροχή κληρονομητηρίου από τον κληρονόμο για το είδος και το ύψος του κληρονομικού του δικαιώματος, η πληρωμή του φόρου κληρονομίας ή η υποβολή αίτησης απαλλαγής από αυτόν, η διάθεση μεμονωμένων περιουσιακών αντικειμένων της ή η κατάρτιση δικαιοπραξιών επί κληρονομιαίων (π.χ. μίσθωση, άφεση χρέους), ακόμα και η προσφορά προς διάθεση αυτών , η χρήση αντικειμένων της κατά τρόπο που προσιδιάζει σε κληρονόμο, η έγερση αγωγής περί κλήρου ή αναγνωριστικής αγωγής για κληρονομιαίο αντικείμενο, η ανάμιξη σε εταιρία στην οποία μετείχε ο θανών , η συνέχιση της δίκης η οποία διεκόπη με το θάνατο του θανόντος , η πληρωμή χρεών της κληρονομίας και η για οποιαδήποτε τυπικό λόγο άκυρη ρητή αποδοχή κληρονομίας.( Ψούνη, ΚληρΔ Ι, § 3 ΙΙ 2· Rusch, Die erbrechtlichen Gestaltungsrechte nach Eröffnung des Erbganges, σελ. 44 επ.· Απ. Γεωργιάδης, ΚληρΔ, § 38, αρ. 15· Φλάμπουρας, εις Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, άρθρο 1849, αρ. 6).
γ. Πλασματική αποδοχή
Η τρίτη μορφή αποδοχής είναι αυτή η οποία κατά το γράμμα του άρθρου 1850 εδ. β΄ ΑΚ συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης της κληρονομίας.
Στην πλασματική αποδοχή της κληρονομίας δεν υφίσταται δήλωση βούλησης. Υπάρχει μόνο παράλειψη του κληρονόμου να δηλώσει τη βούλησή του περί αποποίησης της κληρονομίας εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας, η οποία παράλειψη εξομοιώνεται από το νόμο με δήλωση βούλησης περί αποδοχής της κληρονομίας ( Απ. Γεωργιάδης, ΚληρΔ, § 38, αρ. 17· Αστ. Γεωργιάδης, εις ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 1849-1851 αρ. 11· Φλάμπουρας, εις Απ. Γεωργιάδη, ΣΕΑΚ, άρθρο 1849, αρ. 6· Κουμάνης, Η αποποίηση της κληρονομίας, σελ. 248).
Ευεργέτημα της απογραφής
Η καθολικότητα της κληρονομικής διαδοχής έχει ως συνέπεια ότι ο κληρονόμος ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομίας όχι μόνο με την κληρονομιαία αλλά και με την προσωπική του περιουσία (ΑΚ 1901). Για να προστατεύσει ο ΑΚ τον κληρονόμο από τον κίνδυνο να χάσει και τη δική του περιουσία πληρώνοντας τα χρέη μιας κατάχρεης κληρονομίας, του δίνει την ευχέρεια να αποδεχθεί την κληρονομία με το «ευεργέτημα της απογραφής», με συνέπεια τον περιορισμό της ευθύνης του για τα χρέη της κληρονομίας, έτσι ώστε να ευθύνεται γι’ αυτά μόνο «έως το ενεργητικό της» (ΑΚ 1904 εδ. α ).(Ι. Σπυριδάκης, Κληρονομικό Δίκαιο)