Ο κοινός λογαριασμός διέπεται από τις διατάξεις του Ν 5638/1932 , στην παρ. 1 του άρθρου 1 του οποίου δίδεται ο ορισμός του ως εξής: «Χρηματική κατάθεσις παρά Τραπέζη εις ανοικτόν λογαριασμόν επ’ ονόματι δύο ή πλειοτέρων από κοινού (Compte joint, joint account) είναι εν τη εννοία του παρόντος νόμου η περιέχουσα τον όρον ότι του εκ ταύτης λογαριασμού δύναται να κάμνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, άνευ συμπράξεως των λοιπών είτε εις είτε τινές, και πάντες κατ’ ιδίαν οι δικαιούχοι».
Ο ανωτέρω ορισμός ανταποκρίνεται στον λεγόμενο κοινό διαζευκτικό λογαριασμό, στον οποίο περιέχεται η συμφωνία ότι ένας ή μερικοί μόνον εκ των συνδικαιούχων ή όλοι οι συνδικαιούχοι έχουν αυτοτελές δικαίωμα αναλήψεως.
Οι εναλλακτικές αυτές δυνατότητες έχουν σημασία στην περίπτωση που ο αρχικός διαθέτης επιθυμεί, όσο βρίσκεται αυτός στη ζωή, να μην έχουν οι λοιποί συνδικαιούχοι πρόσβαση στον λογαριασμό. Πάντως, στις περισσότερες περιπτώσεις συμφωνείται η τρίτη προβλεπόμενη δυνατότητα, δηλαδή να έχουν δικαίωμα αναλήψεως αυτοτελώς όλοι ανεξαιρέτως οι συνδικαιούχοι .( Καλλιμόπουλος, Καραγιάννης, Τσολακίδης, Δίκαιο Τραπεζικών Συναλλαγών, 2019, σ. 467 σημ. 922.)
Συνεπώς, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του κοινού λογαριασμού, το χρηματικό ποσό που είναι σε αυτόν κατατεθειμένο δύναται να χρησιμοποιεί ολικά ή μερικά, ένας ή μερικοί μόνο εκ των συνδικαιούχων ή συνήθως ο καθένας εκ των συνδικαιούχων χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, ενώ είναι αδιάφορο, ως προς τη σχέση τους απέναντι στην τράπεζα, αν τα χρήματα που κατατέθηκαν ανήκαν σε όλους εκείνους, υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε έναν ή ορισμένους από αυτούς( Σταθόπουλος, Ζητήματα εκ της εφαρμογής του N 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν», Γνμδ, ΕΕμπΔ 1977, 503 και η νομολογία: ΑΠ 1128/2017, Ε7 2017, 1428, ΑΠ 345/2015 ΔΕΕ 2015, 872, ΑΠ 712/2009 ΕλλΔνη 2011, 797, ΑΠ 1782/2007, ΕφΑθ 6483/2011 ΔΕΕ 2012, 478, ΕφΑθ 6279/2010 ΔΕΕ 2011, 464, ΕφΘεσ 2517/2008 ΕπισκΕμπΔ 2009, 171.).
Όσον αφορά τις σχέσεις των συνδικαιούχων μεταξύ τους, οι αξιώσεις των συνδικαιούχων κατά του αναλαβόντος το ποσό της κατάθεσης θα ρυθμιστούν από την εσωτερική τους συμφωνία.
Αν τέτοια συμφωνία μεταξύ των συνδικαιούχων δεν υφίσταται, τότε σύμφωνα με τον ερμηνευτικό κανόνα της ΑΚ 493 για την ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή θα υπάρχει δικαίωμα αναγωγής κατ’ ίσα μέρη του συνδικαιούχου κατά του αναλαβόντος .
Η παρέκκλιση από το δίκαιο της κληρονομικής διαδοχής ( άρθρα 2 και 3 του Ν 5638/1932 )
1. Ο όρος του άρθρου 2 του Ν 5638/1932
Το άρθρο 2 του Ν 5638/1932 προβλέπει ότι: «Επί των καταθέσεων τούτων δύναται να τεθή προσθέτως ο όρος ότι άμα τω θανάτω οιουδήποτε των δικαιούχων η κατάθεσις και ο εκ ταύτης λογαριασμός περιέρχεται αυτοδικαίως εις τους λοιπούς επιζώντας μέχρι του τελευταίου τούτων (§1). Εν τη περιπτώσει ταύτη η κατάθεσις περιέρχεται εις αυτούς ελευθέρα παντός φόρου κληρονομίας ή άλλου τέλους. Αντιθέτως η απαλλαγή αυτή δεν επεκτείνεται επί των κληρονόμων του τελευταίου απομείναντος δικαιούχου (§2)».
Η έννοια του όρου του άρθρου 2 §1 είναι ότι, αν δεν πρόκειται για τον τελευταίο απομείνοντα συνδικαιούχο, τότε οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος δεν είναι κληρονόμοι ή κληροδόχοι της κατάθεσης, αφού αυτή περιέρχεται στους λοιπούς, επιζώντες, συνδικαιούχους. Γίνεται, δηλαδή, «προσαύξηση» της μερίδας του αποβιώσαντος συνδικαιούχου στις μερίδες των άλλων συνδικαιούχων. Πρόκειται για αναβλητική αίρεση ( ΑΠ 855/2002 ΝοΒ 2003, 54, Πελλένη-Παπαγεωργίου, (σημ. 2), σ.93.), οπότε, όταν αυτή εκπληρωθεί, η κατάθεση περιέρχεται αυτοδικαίως στους επιζώντες συνδικαιούχους.
Οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου δεν αποκτούν δικαίωμα επί της καταθέσεως και συνεπώς δεν έχουν αξίωση κατά της τράπεζας. Περαιτέρω, γίνεται δεκτό, ότι οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου δεν έχουν δικαίωμα αναγωγής κατά των επιζώντων συνδικαιούχων με βάση την εσωτερική σχέση, όπως θα είχαν, αν δεν είχε τεθεί ο όρος του άρθρου 2 §1. Σύμφωνα με την πάγια διατύπωση της νομολογίας, «εάν έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 Ν 5638/1932, σε περίπτωση θανάτου ενός από τους καταθέτες, περιέρχεται αυτοδικαίως («ιδίω ονόματι» και «εξ ιδίου δικαίου») η κατάθεση και ο απ’ αυτήν λογαριασμός στους επιζώντες, έναντι των οποίων οι κληρονόμοι του αποθανόντος καταθέτη δεν μπορούν να στραφούν να αξιώσουν το κατά τις εσωτερικές σχέσεις τμήμα της κατάθεσης, που αναλογούσε σε εκείνον, όπως θα μπορούσαν αν δεν είχε τεθεί ο ως άνω όρος, του οποίου σε αυτό και μόνο εξαντλείται η νομική ενέργεια» . Και αυτό, διότι στον όρο του άρθρου 2§1 περιέχεται επίδοση, η οποία αφήνει εκτός της κληρονομίας του αποβιώσαντος το ποσό που του αναλογεί με βάση τις μεταξύ των δικαιούχων σχέσεις.
2. Η ρύθμιση του άρθρου 3 του Ν 5638/1932
Στο άρθρο 3 του Ν 5638/1932 ορίζεται ότι: «Διάθεσις της καταθέσεως δια πράξεως είτε εν ζωή είτε αιτία θανάτου δεν επιτρέπεται, οι δε κληρονόμοι του τελευτήσαντος, είτε εξ αδιαθέτου είτε εκ της διαθήκης συμπεριλαμβανομένων και των αναγκαίων τοιούτων ως και της απόρου χήρας, ουδέν δικαίωμα κέκτηνται επί της καταθέσεως».
Η ως άνω ευρεία διατύπωση της «διάθεσης εν ζωή» στην απαγόρευση του άρθρου 3 αναδεικνύει, ότι αναφορικά προς την εν ζωή διάθεση της καταθέσεως εμφανίζεται αξιολογική αντινομία μεταξύ των άρθρων 3 και 1 του Ν 5638/1932 . Και αυτό, διότι το μεν άρθρο 3 αποκλείει οποιαδήποτε διάθεση της καταθέσεως, ενώ το άρθρο 1 επιτρέπει το μείζον, δηλαδή και τη συνολική ανάληψη της καταθέσεως. Υποστηρίζεται ορθά, ότι η αντινομία αυτή πρέπει να αρθεί με τελολογική συστολή του άρθρου 3 ως προς την έκταση της απαγόρευσης διαθέσεως, με αποτέλεσμα η απαγόρευση να εφαρμόζεται στις περιπτώσεις της διαθέσεως της κατάθεσης αιτία θανάτου. Έτσι, απαγορεύεται μόνον ο ορισμός κληρονόμου ή κληροδόχου ως προς την κατάθεση. Η ερμηνεία αυτή είναι συνεπής με το λοιπό περιεχόμενο του άρθρου 3, κατά το οποίο οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος συνδικαιούχου δεν αποκτούν κανένα δικαίωμα στην κατάθεση.
2α. Ακληρονόμητη σχέση
Από τη διάταξη του άρθρου 3 §1 Ν 5638/1932 προκύπτει, ότι σε περίπτωση θανάτου ενός από τους συνδικαιούχους και εφόσον έχει τεθεί ο όρος του άρθρου 2 §1 Ν 5638/1932 , οι κληρονόμοι του, συμπεριλαμβανομένων των νομίμων μεριδούχων, δεν αποκτούν κανένα δικαίωμα επί της καταθέσεως. Με τη διάταξη αυτή, η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό καθιερώνεται ως ακληρονόμητη .
Σημαντικό ρήγμα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 § 1 προκαλεί η διάταξη του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ, κατά την οποία, αν με την κατάθεση σε κοινό λογαριασμό συντελέστηκε δωρεά, ισχύουν ως προς αυτήν οι διατάξεις του δικαίου της νόμιμης μοίρας. Με τη ρύθμιση αυτή, ο νομοθέτης επιβάλλει να διερευνάται η εσωτερική σχέση των δικαιούχων του λογαριασμού, ώστε να διαπιστώνεται αν θίγονται δικαιώματα των νόμιμων μεριδούχων. Αν και στην διάταξη του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ δεν γίνεται διάκριση μεταξύ δωρεάς εν ζωή και δωρεάς αιτία θανάτου, γίνεται ορθά δεκτό ότι καταλαμβάνονται και οι δύο περιπτώσεις.
2β. Η προστασία των νομίμων μεριδούχων κατά το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ
Για την εφαρμογή του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ απαιτείται να διερευνάται, αν η εσωτερική σχέση μεταξύ των συνδικαιούχων είναι δωρεά εν ζωή ή αιτία θανάτου, ώστε να διαπιστώνεται αν θίγονται δικαιώματα μεριδούχων. Η διάκριση επάγεται διαφορετικές συνέπειες για τον νόμιμο μεριδούχο: Αν πρόκειται για δωρεά εν ζωή, ο μεριδούχος έχει τη δυνατότητα ανατροπής της με τη μέμψη άστοργης δωρεάς (ΑΚ 1835 επ.) . Αν πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου, εφαρμόζονται οι διατάξεις για τις κληροδοσίες (ΑΚ 2035) και συνεπώς η δωρεά είναι αυτοδικαίως άκυρη ΑΠ 1831/2014 ΧρΙΔ 2015, 274. κατά το μέρος που θίγει τη νόμιμη μοίρα ( ΑΚ 1829 ).
Επειδή, σπάνια θα έχει τηρηθεί ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου (βλ. ΑΚ 498 § 2 ) για τη σύμβαση δωρεάς που πραγματοποιείται μέσω κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό, δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί, όπως απαιτεί το άρθρο 117 ΕισΝΑΚ, αν μέσω της κατάθεσης συντελέστηκε δωρεά εν ζωή ή αιτία θανάτου. Υπό το πρίσμα αυτό, ο νομικός χαρακτηρισμός της σχέσεως θα πρέπει να γίνει με προσφυγή σε εξωτερικά στοιχεία. Κατά μία άποψη , αν στη σύμβαση ορίζεται ότι μόνο ο καταθέτης – δωρητής έχει δικαίωμα να αποσύρει χρήματα από τον κοινό λογαριασμό και ότι η κατάθεση περιέρχεται μετά το θάνατο του καταθέτη στον άλλο δικαιούχο, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου. Αν αντιθέτως, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, έχει οριστεί ότι και ο μη καταθέτης συνδικαιούχος έχει δικαίωμα να αποσύρει χρήματα από τον κοινό λογαριασμό, θα πρόκειται για δωρεά εν ζωή. Κατ’ άλλην άποψη , κρίσιμη είναι η διαπίστωση ποιες κινήσεις του λογαριασμού έχουν πραγματοποιηθεί. Κατά την άποψη αυτή, αν η ανάληψη γίνει ζώντος του καταθέτη – δωρητή, πρόκειται για δωρεά εν ζωή, ενώ αν γίνει μετά το θάνατό του, πρόκειται για δωρεά αιτία θανάτου.
Το κύριο πρόβλημα που εμφανίζεται κατά την εφαρμογή του άρθρου 117 ΕισΝΑΚ εντοπίζεται στο αν οι αποκλειόμενοι, σύμφωνα με τα άρθρα 2 §1 και 3 του Ν 5638/1932, μεριδούχοι μπορούν να πληροφορηθούν από την τράπεζα, κατά παράκαμψη του τραπεζικού απορρήτου, το ποσό της κατάθεσης και την κίνηση του κοινού λογαριασμού, για να μπορέσουν να ασκήσουν τα δικαιώματά τους που απορρέουν από τη διάταξη αυτή. Δεδομένου ότι αυτοί, εφόσον πρόκειται για δωρεά εν ζωή, δεν έγιναν σε κανένα χρονικό σημείο συνδικαιούχοι του κοινού λογαριασμού λόγω κληρονομίας, σε ό,τι αφορά την κατάθεση είναι τρίτοι έναντι της τράπεζας και έτσι η τράπεζα δεν υποχρεούται να τους παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ως προς την ύπαρξη της κατάθεσης. Η προστασία των νομίμων μεριδούχων είναι κατ’ αρχήν εφικτή μέσω της αξίωσης για επίδειξη εγγράφων (ΑΚ 902 – 903) και των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 682 επ. ΚΠολΔ ). Αντιθέτως στη δωρεά αιτία θανάτου και στη δωρεά εν ζωή χωρίς τη συνομολόγηση του όρου του άρθρου 2 §1, ο μεριδούχος έχει γίνει, σύμφωνα με την ορθότερη άποψη , συνδικαιούχος της καταθέσεως και συνεπώς δεν του αντιτάσσονται οι διατάξεις περί του απορρήτου των καταθέσεων (Πελλένη-Παπαγεωργίου,Ζητήματα κληρονομικού δικαίου σελ.1089επ)