Δουλεία Διόδου

Περιεχόμενα

Οι προϋποθέσεις του δικαιώματος παροχής διόδου καθορίζονται στα άρθρα 1012, 1014 και (για ειδική περίπτωση εκποιήσεως μέρους ακινήτου) 1015 ΑΚ.

Βασική προϋπόθεση του περιορισμού (και του αντίστοιχου δικαιώματος) είναι, ότι «το ακίνητο στερείται την αναγκαία δίοδο προς το δρόμο» (ΑΚ 1012).

Αναλύοντας την προϋπόθεση αυτή, διακρίνουμε δύο ειδικότερες προϋποθέσεις:

(α) Στέρηση αναγκαίας διόδου.

(β) Η αναγκαία δίοδος να είναι προς το δρόμο.

Από τη διατύπωση της ΑΚ 1012 («από τους γείτονες») προκύπτει και άλλη προϋπόθεση:

(γ) Ύπαρξη γειτονικών ακινήτων.

Τέλος, από την ΑΚ 1014 προκύπτει και τέταρτη (αρνητική) προϋπόθεση:

(δ) Η στέρηση της αναγκαίας διόδου να μην είναι αυτόβουλη.

Η στέρηση της διόδου αφορά ακίνητο, κατά την έννοια του Αστικού Δικαίου (βλ. ΑΚ 948 εδ. α’, καθώς και τις ειδικές μορφές ακινήτων: αντικείμενα οριζόντιας και κάθετης ιδιοκτησίας).

(α) Το ακίνητο συνήθως θα βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως (αφού για τα εντός σχεδίου προβλέπεται ύπαρξη διόδου κατά τη σχετική νομοθεσία). Εντούτοις, και ακίνητο εντός σχεδίου πόλεως είναι δυνατό να έχει ανάγκη διόδου

β) Το ακίνητο μπορεί να είναι αστικό ή βιομηχανικό ή αγροτικό κλπ., ιδιωτικό ή δημόσιο, ακόμη και εκτός συναλλαγής.

(γ) Ιδιόμορφη είναι η περίπτωση της οριζόντιας και κάθετης ιδιοκτησίας, το αντικείμενο της οποίας είναι ιδιόμορφο σύνθετο ακίνητο πράγμα.

Η «στέρηση της αναγκαίας διόδου» εκτείνεται από την παντελή έλλειψη προσβάσεως σε δρόμο έως την έλλειψη κατάλληλης προσβάσεως.

Επί παντελούς ελλείψεως προσβάσεως η στέρηση διόδου είναι απόλυτη ή πλήρης.

Επί ελλείψεως κατάλληλης προσβάσεως η στέρηση διόδου είναι σχετική ή μερική: πρόκειται για ανεπάρκεια της υφιστάμενης διόδου για την εξυπηρέτηση των αναγκών του δικαιούχου.

Η έννοια του «αναγκαίου» είναι έννοια νομική και για την εξειδίκευσή της χρησιμοποιούνται τα διδάγματα της κοινής πείρας και οι αντιλήψεις των συναλλαγών.

Θα μπορούσε να λεχθεί, ότι «αναγκαία» είναι η δίοδος, η οποία είναι απαραίτητη για την αξιοποίηση, χρήση, εκμετάλλευση του ακινήτου.

Ποια είναι η αναγκαία δίοδος στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται από  τις παρούσες συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως (π.χ. είδος ακινήτου, περιοχή όπου αυτό βρίσκεται, είδος εκμεταλλεύσεως, καιρικές συνθήκες, ανάγκες δικαιούχου του ακινήτου κλπ. – όχι όμως και με βάση τις προσωπικές επιθυμίες και αντιλήψεις του).

Έτσι, στέρηση της αναγκαίας διόδου υπάρχει όχι μόνο όταν το ακίνητο είναι περίκλειστο («τυφλό»), αλλά και όταν αυτό έχει δίοδο, όμως ανεπαρκή για την εξυπηρέτηση των αναγκών του.

Κατά το άρθρο 1014 ΑΚ, «δεν υπάρχει υποχρέωση των γειτόνων να παράσχουν δίοδο αν η συγκοινωνία του ακινήτου προς το δημόσιο δρόμο έπαψε με αυτόβουλη πράξη ή παράλειψη του κυρίου του ακινήτου».

Ratio της καθιερούμενης με τη διάταξη αυτή αρνητικής προϋποθέσεως του περιορισμού αποτελεί η σκέψη, ότι στις περιπτώσεις αυτόβουλης στερήσεως  της αναγκαίας διόδου οι αρχές της (αντικειμενικής) καλής πίστεως (βλ. και ΑΚ 281) υπαγορεύουν τη μη νομιμοποίηση τέτοιου ακινήτου ως ευνοούμενου από τον κατά ΑΚ 1012 επ.

Η δίοδος πρέπει να είναι αναγκαία για την πρόσβαση σε δρόμο δημόσιο (βλ. και ΑΚ 1014) οποιασδήποτε φύσεως ή κοινόχρηστο (έστω και αν η κυριότητα σ’ αυτόν ανήκει σε ιδιώτη).

Είναι ενδεχόμενο, η αναγκαία προς δημόσιο δρόμο δίοδος να μπορεί να διέλθει διά μέσου του ενός ή του άλλου κλπ. από περισσότερα γειτονικά/όμορα προς το «τυφλό» ακίνητα. – Το ακίνητο, διά μέσου του οποίου η δίοδος, μπορεί να ανήκει και στο Δημόσιο (→ στην ιδιωτική περιουσία, fiscus, του Κράτους ή ΝΠΔΔ).

Στην περίπτωση αυτή ένα από τα περισσότερα ακίνητα βαρύνεται με τον περιορισμό της παροχής διόδου. Η επιλογή του ακινήτου που βαρύνεται με τον περιορισμό γίνεται με βάση δύο κυρίως κριτήρια:

(α) Το κριτήριο της προσφορότητας: Ποια δίοδος (από ποιο ακίνητο) είναι η προσφορότερη για την εξυπηρέτηση του περίκλειστου ακινήτου. Λαμβάνονται υπόψη π.χ η έκταση/το μήκος της διόδου, το ύψος της αποζημιώσεως, το κόστος και ο χρόνος κατασκευής, η λειτουργικότητα, οι δαπάνες συντηρήσεως κλπ. Με το κριτήριο αυτό εξυπηρετείται ο δικαιούχος της διόδου και τα συμφέροντά του.

(β) Το κριτήριο της φειδούς: Ποια δίοδος (από ποιο ακίνητο) επιβαρύνει/βλάπτει λιγότερο τον υπόχρεο παροχής της διόδου. Με το κριτήριο αυτό προστατεύονται οι κύριοι των κατάλληλων γειτονικών ακινήτων.

(γ) Τα δύο αυτά κριτήρια εκφράζουν την αρχή της αναλογικότητας: δίοδος πρόσφορη, προκαλούσα την κατά το δυνατό μικρότερη βλάβη – αναλογία μεταξύ σκοπού (εξυπηρετήσεως του «τυφλού» ακινήτου) και μέσου (επιβαρύνσεως γειτονικού ακινήτου με περιορισμό).

Στην περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ του «τυφλού» ακινήτου και του δημόσιου δρόμου μεσολαβούν περισσότερα ακίνητα, η αναγκαία δίοδος θα διέρχεται από όλα αυτά τα ακίνητα. Όλα τα μεσολαβούντα ακίνητα βαρύνονται με τον αντίστοιχο περιορισμό.

Τα μέρη της σχέσεως είναι δύο: ο δικαιούχος (δανειστής) παροχής διόδου και ο υπόχρεος (οφειλέτης) παροχής διόδου. Πρόκειται για δανειστή και οφειλέτη in rem ή propter rem: Χαρακτηριστικό για την ιδιότητα του δικαιούχου/δανειστή ή του υποχρέου/οφειλέτη είναι, ότι αυτοί συνδέονται με εμπράγματη σχέση με το ακίνητο υπέρ του οποίου η σε βάρος του οποίου ο περιορισμός κατά ΑΚ 1012 επ.

Μπορεί το ένα ή το άλλο ή και τα δύο μέρη να είναι πολυπρόσωπα, αφού είναι δυνατό περισσότερα πρόσωπα να συνδέονται με εμπράγματη σχέση με το ένα ή το άλλο ακίνητο, είτε αυτοτελώς είτε εξ αδιαιρέτου.

Υπόχρεος είναι ο κύριος του γειτονικού ακινήτου, από το οποίο θα διέλθει η δίοδος, αλλά και κάθε άλλος εμπράγματος δικαιούχος σ’ αυτό.

Ως προς την καταβλητέα αποζημίωση δικαιούχος είναι ο υπόχρεος παροχής διόδου και υπόχρεος ο δικαιούχος παροχής διόδου

Η αναγκαία δίοδος μπορεί να παρασχεθεί στον δικαιούχο από τον υπόχρεο:

  • Συμβατικά/εξωδικαστικά.
  • Δικαστικά/με δικαστική απόφαση.

Τα μέρη μπορούν, στο πλαίσιο της ιδιωτικής αυτονομίας τους, να συμφωνήσουν την παροχή διόδου, με ή χωρίς καταβολή αποζημιώσεως.

Είναι δυνατό να γίνει συμβατική σύσταση πραγματικής (συνήθως) ή περιορισμένης προσωπικής δουλείας διόδου με ή χωρίς αποζημίωση (αντιπαροχή), κατά τα ισχύοντα γενικά για τη συμβατική σύσταση τέτοιας δουλείας.

Στις ΑΚ 1012-1017 ρυθμίζεται η δικαστική παροχή διόδου. Ρυθμίζεται δηλαδή, η περίπτωση που τα μέρη (δικαιούχος και υπόχρεος παροχής διόδου) δεν μπορούν να ρυθμίσουν συμβατικά/εξωδικαστικά τη σχέση.