Αναγκαστική απαλλοτρίωση

Περιεχόμενα

Αναγκαστική απαλλοτρίωση είναι η στέρηση της ιδιοκτησίας προσώπου που γίνεται αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση δημόσιας ωφέλειας και με την καταβολή πλήρους αποζημίωσης του ιδιοκτήτη και προβλέπεται απευθείας από το Σύνταγμα. (Άρθρο 17 παρ. 2 του Συντάγματος). Το πρόσωπο υπέρ του οποίου γίνεται η απαλλοτρίωση αποκτά το ακίνητο με πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, απαλλαγμένο από κάθε νομικό ή πραγματικό βάρος.

 Όπως εξάλλου έχει κριθεί νοµολογιακά, η επιβολή περιορισµών στο δικαίωµα της ιδιοκτησίας είναι συνταγµατικώς ανεκτή, εφόσον συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

  1. ύπαρξη σχετικού νόµου,
  2. ύπαρξη λόγων εξυπηρέτησης δηµοσίου συµφέροντος, και
  3. µη αποδυνάµωση (µερική στέρηση) ή µαταίωση (πλήρης στέρηση) της κατά προορισµόν χρήσης της ιδιοκτησίας. Σε περίπτωση µερικής ή πλήρους στέρησης της κατά προορισµόν χρήσης της ιδιοκτησίας, θεµελιώνεται δικαίωµα του ιδιοκτήτη για αποζηµίωση (Άρθρο 19 Ν.3028/2002, ΣτΕ 4050/1976, ΣτΕ Ολ. 3146/86, ΣτΕ 1517/93, ΣτΕ 1712/2002).

Διαδικασία κήρυξης της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης

Τα στάδια της διαδικασίας Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης, όπως καθορίζονται στα πλαίσια του Κώδικας αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων (Ν. 2882/2001) είναι συνοπτικά τα εξής:

  1. Απόφαση της Διοίκησης ότι η εξυπηρέτηση μίας αναγνωρισμένης δημόσιας ωφέλειας απαιτεί την Αναγκαστική Απαλλοτρίωση,
  2. Αναγνώριση των δικαιούχων της αποζημίωσης,
  3. Κήρυξη της Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης,
  4. Προσδιορισμός της αποζημίωσης,
  5. Συντέλεση της απαλλοτρίωσης με την καταβολή της αποζημίωσης

(Αναγκαστική Απαλλοτρίωση Περιορισμοί Ιδιοκτησίας, Νικόλαος Ρόζος, Νομική Βιβλιοθήκη 2019, σελ 48).

Η αναγκαστική απαλλοτρίωση θεωρείται ότι κηρύχθηκε με τη δημοσίευση της Πράξης Κήρυξης απαλλοτρίωσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Άρθρο 1 του Ν. 2882/2001).

Η Πράξη κήρυξης απαλλοτρίωσης είναι η Πράξη της Διοίκησης με την οποία κηρύσσεται η Αναγκαστική Απαλλοτρίωση και είναι ατομική διοικητική Πράξη γενικού περιεχομένου και η δημοσίευση της αποτελεί συστατικό στοιχείο της, η παράλειψη του οποίου την καθιστά ανυπόστατη.(Αναγκαστική Απαλλοτρίωση Περιορισμοί Ιδιοκτησίας, Νικόλαος Ρόζος, Νομική Βιβλιοθήκη 2019).

Επανακήρυξη της απαλλοτρίωσης

Μετά την ανάκληση ή άρση της κηρυχθείσας απαλλοτρίωσης μπορεί να επιβληθεί νέα απαλλοτρίωση του ίδιου ακινήτου για τον ίδιο σκοπό μόνο με τη συναίνεση του ιδιοκτήτη και εφόσον έχουν παρέλθει έξι μήνες από την ανάκληση ή την άρση της απαλλοτρίωσης . Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 6 εδ. α΄ Ν 2882/2001, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 39 παρ. 3 περ. β΄ του Ν 4024/2011 , «πριν παρέλθει χρονικό διάστημα έξι μηνών από την ανάκληση ή την άρση της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης δεν επιτρέπεται, χωρίς συναίνεση του ιδιοκτήτη, η κήρυξη νέας απαλλοτρίωσης του ίδιου ακινήτου για τον ίδιο σκοπό».

Η προθεσμία για την κήρυξη νέας απαλλοτρίωσης. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι η νέα απαλλοτρίωση μπορεί να επιβληθεί μόνο αφού περάσουν έξι μήνες από την ανάκληση ή άρση της απαλλοτρίωσης. Πριν από την τροποποίηση της διάταξης με τον Ν 4024/2011 η προθεσμία ήταν ενός έτους. Αφετηρία της προθεσμίας αυτής θεωρείται η ημερομηνία αυτοδίκαιης ανάκλησης και όχι η ημερομηνία της απόφασης που βεβαιώνει την ανάκληση .

Βάσει της ισχύουσας νοµοθεσίας και νοµολογίας, για να επανεπιβληθεί η απαλλοτρίωση πρέπει σωρευτικά να συντρέχει :

  1. η ύπαρξη πολεοδοµικής ανάγκης  και
  2. η δυνατότητα άµεσης καταβολής της οφειλόµενης αποζηµίωσης, ενώ η συνδροµή των πιο πάνω προϋποθέσεων πρέπει να αποδεικνύεται από τη διοίκηση. Στις αναφορές που εξέτασε ο Συνήγορος του Πολίτη, περιλαµβάνονται περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώθηκε η πρόθεση της διοίκησης να επιβάλει εκ νέου αναγκαστική απαλλοτρίωση στο ίδιο ακίνητο, η οποία, όµως, µετά την διαµεσολάβηση της Αρχής, δεν υλοποιήθηκε, λόγω µη συνδροµής των ανωτέρω προϋποθέσεων (Πρβλ. Ετήσια Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη (2003), σ. 144).

Σύµφωνα µε την ΣτΕ 351/1998, η ευχέρεια της διοίκησης να επανεπιβάλει την απαλλοτρίωση ερείδεται στην επιταγή του άρθρου 24 του Συντάγµατος για ορθολογική ρύθµιση της οικιστικής αναπτύξεως και της πολεοδοµήσεως, µε την εκτίµηση των υφισταµένων και των µελλοντικών πολεοδοµικών αναγκών επί τη βάσει των αντικειµενικών κριτηρίων του πολεοδοµικού σχεδιασµού, που επιβάλλονται από το Σύνταγµα και τον νόµο. Το ΣτΕ καταλήγει ότι : «η κατοχυρωµένη όµως µε το άρθρο 17 του Συντάγµατος προστασία της ιδιοκτησίας, που εξασφαλίζει τον ιδιοκτήτη από τον κίνδυνο απαλλοτριώσεων που κηρύσσονται αλλεπάλληλα και µαταιώνονται για οποιονδήποτε λόγο έτσι ώστε να αποτελούν ένα σχεδόν µόνιµο πραγµατικό και νοµικό βάρος στο ακίνητο, επιβάλλει για την άσκηση της πιο πάνω διοικητικής ευχέρειας επανεπιβολής της απαλλοτριώσεως, αφενός µεν την ύπαρξη σοβαρής πρόθεσης και δυνατότητας άµεσης συντέλεσης της νέας απαλλοτριώσεως µε την καταβολή της προσήκουσας αποζηµίωσης, αφετέρου δε την συνδροµή σοβαρών πολεοδοµικών αναγκών που υπαγορεύουν την επιχειρούµενη νέα ρύθµιση. Εξάλλου, η συνδροµή και των δύο αυτών προϋποθέσεων πρέπει να ερευνάται τελικώς από το όργανο που έχει την αποφασιστική αρµοδιότητα στο θέµα αυτό και η σχετική κρίση του πρέπει να έχει πλήρη και εξειδικευµένη αιτιολογία που µπορεί να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου». Βλ. και ΣτΕ 3642/1998.