Η Διατροφή συζύγου μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης(1391 και 1392 ΑΚ)

Περιεχόμενα

Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος διατροφής:

  • 1) Η ασθενέστερη οικονομική κατάσταση του δικαιούχου συζύγου (όχι η απορία του ενός και η ευπορία του άλλου, αφού αποσκοπεί να εξασφαλίσει στο σύζυγο που είναι οικονομικά ασθενέστερος το ίδιο βιοτικό επίπεδο που απολάμβανε όσο διαρκούσε η συμβίωση˙ εντούτοις από τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι αποτελεί προϋπόθεση της διατροφής του η απορία του δικαιούχου).
  • 2) Εύλογη Αιτία → οποιοδήποτε γεγονός είναι ικανό να δικαιολογήσει τη διάσπαση, ανεξάρτητα από τον τρόπο επέλευσής της.

Η εύλογη αιτία πρέπει να είναι γεννημένη κατά το χρόνο της διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης και αποτελεί αόριστη νομική έννοια και άρα η υπαγωγή σε αυτήν των πραγματικών περιστατικών ελέγχεται αναιρετικά.

Αν εκλείψει μια από τις δύο προϋποθέσεις , χάνεται το δικαίωμα διατροφής.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η άρνηση του δικαιούχου στην πρόσκληση του υποχρέου για επανασυμβίωση δεν συνεπάγεταιτην απώλεια του δικαιώματος.

 Τρόπος υπολογισμού

  • Η διατροφή στη διάσπαση υπολογίζεται με βάση τη συνεισφορά κάθε συζύγου στις οικογενειακές ανάγκες και γι’ αυτό είναι απαραίτητη η αναγωγή στα ποσοστά συνεισφοράς κάθε συζύγου σε αυτές. Η οφειλόμενη δηλ. διατροφή εξαρτάται από την έκταση και το ύψος των παροχών που κατέβαλε ο υπόχρεος σε μικρότερη συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες στη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης. Δεν αποτελεί, επομένως, προϋπόθεση η απορία του ενός συζύγου και η ευπορία του άλλου, αλλά αρκεί η διαπίστωση αναλογίας δυνάμεων που καταδεικνύει ότι ο ένας έχει υποχρέωση μεγαλύτερης συνεισφοράς από τον άλλον. Έτσι, δικαιούχος είναι αυτός που κατά τη διάρκεια της συμβίωσης όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά.
  • Κριτήριο προσδιορισμού ύψους διατροφής: οι ανάγκες των συζύγων κατά τη χωριστή τους διαβίωση και οι οικονομικές τους δυνάμεις (εισοδήματα, εργασία, περιουσία, και η απρόσοδη˙ αν ο σύζυγος αποφεύγει να εργαστεί σκόπιμα υπολογίζεται στις δυνάμεις του η αμοιβή που θα μπορούσε να λάβει από την εργασία του).
  • Η διαφορά της αναλογίας των δυνάμεων πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, και, αν πρόκειται για το παρελθόν, κατά το χρόνο της υπερημερίας.
  • Η δαπάνη για τις δόσεις δανείων δεν προαφαιρείται αλλά συνεκτιμάται ως προσδιοριστικό στοιχείο των συνθηκών διαβίωσης του υποχρέου. Επίσης δεν αφαιρείται ο φόρος εισοδήματος του δικαιούχου.

 Μέθοδοι υπολογισμού

Η καταβλητέα διατροφή ισούται:

  • Α’ μέθοδος: με τη διαφορά του ποσού της συνεισφοράς του δικαιούχου στις οικογενειακές δαπάνες από το μισό του συνόλου των συνεισφορών δικαιούχου και υποχρέου σε αυτές. Αν υπάρχουν παιδιά αφαιρούνται τα σχετικά κονδύλια από τις οικογενειακές δαπάνες.
  • Β’ μέθοδος (κρατούσα στη νομολογία): με τη διαφορά που προκύπτει αν από το ποσό κατά το οποίο ο υπόχρεος μετέχει στην κάλυψη των αναγκών του δικαιούχου αφαιρεθεί το ποσό κατά το οποίο ο δικαιούχος μετέχει στην κάλυψη των αναγκών του υποχρέου.

Εδώ λαμβάνονται υπόψη και οι νέες προσωπικές ανάγκες του δικαιούχου και υπολογίζεται η αναλογία δυνάμεων κάθε συζύγου στα εισοδήματά του και στην περιουσία του στις οικογενειακές δαπάνες. Με την ίδια αναλογία βαρύνονται οι σύζυγοι και για την ανατροφή των κοινών τους τέκνων.

Ο τρόπος καταβολής → σε χρήμα (ενδοτικό δίκαιο)

Ο χρόνος καταβολής → κάθε μήνα (αναγκαστικό δίκαιο)

  • Είναι άκυρη η παραίτηση από την αξίωση διατροφής για το μέλλον (1499 εδ. α’)
  • Η προκαταβολή της διατροφής απαλλάσσει τον υπόχρεο μόνο για το διάστημα που ορίζεται στα άρθρα 1496-1497 (1499 β’ ΑΚ).
  • Συμβάσεις που τροποποιούν ή καταργούν τη νόμιμη ρύθμιση (πχ εφάπαξ καταβολής διατροφής) είναι άκυρες∙

 Στοιχειώδης ή ελαττωμένη διατροφή (ΑΚ 1392 εδ.β’ → ΑΚ 1495)

  • Οφείλεται ελαττωμένη διατροφή που καλύπτει τα στοιχειώδη, όταν ο δικαιούχος υπέπεσε σε υπαίτιο παράπτωμα που συνιστά βάσιμο λόγο διαζυγίου (1495 ΑΚ).
  • Η διατροφή αυτή περιλαμβάνει τα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου (διαφορά από την ανάλογη διατροφή του 1493 ΑΚ).

 Παύση υποχρέωσης διατροφής ή αυξομείωσή της:

  • Αν επαναληφθεί η συμβίωση.
  • Αν εκλείψει μία από τις δύο προϋποθέσεις της 1391 ΑΚ.
  • Αν το επιβάλλουν οι περιστάσεις, η διατροφή παύει ή το ποσό της αυξάνεται ή μειώνεται (1391§2 ΑΚ: Πρόκειται για μια γενική ρήτρα με βάση την οποία το ύψος της οφειλόμενης διατροφής μπορεί να καθορισθεί σε διαφορετικό ύψος από το προηγούμενo είτε ακόμη και να παύσει, όταν μεταγενέστερες καταστάσεις καθιστούν ιδιαιτέρως σκληρή για τον υπόχρεο τη μέχρι τότε ρύθμιση του ύψους της διατροφής (288 ΑΚ και 334 ΚΠολΔ). Ενδεικτικά: Μεταβολή τιμαρίθμου / Σοβαρή ασθένεια δικαιούχου-υποχρέου / απώλεια εισοδημάτων/ ενδεχομένως μεταγενέστερα παραπτώματα συζύγου.
  • Αν λυθεί ή ακυρωθεί ο γάμος (1500 ΑΚ) ή αποβιώσει ο υπόχρεος ή ο δικαιούχος, εκτός αν αφορά σε παρελθόντα χρόνο ή δόσεις απαιτητές κατά το χρόνο του θανάτου.