Εισφορά σε χρήμα

Περιεχόμενα

Αποσβεστική προθεσμία βεβαιώσεων εισφοράς σε χρήμα (άρθρο 9 ν.1337/1983)

Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 24 του Συντάγματος και του άρθρου 9 του ν. 1337/1983, προκειμένου να αναγνωριστεί μία περιοχή ως οικιστική και για να ενεργοποιηθεί πολεοδομικά, οι ιδιοκτησίες, που περιλαμβάνονται σε αυτή, συμμετέχουν υποχρεωτικά, χωρίς αποζημίωση από τον οικείο φορέα, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν δρόμοι, πλατείες και χώροι για κοινωφελείς γενικά χρήσεις και σκοπούς, καθώς και στις δαπάνες για την εκτέλεση των βασικών κοινόχρηστων πολεοδομικών έργων.
Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 9 του ν. 1337/1983, που εκδόθηκε σε εκπλήρωση των ανωτέρω συνταγματικών επιταγών, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του π.δ. 5/1986, συνάγεται ότι η πράξη επιβολής εισφοράς σε χρήμα εκδίδεται μετά την κύρωση της πράξης εφαρμογής, κατόπιν εκτίμησης της αξίας των ακινήτων που αυτή αφορά, με κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της το χρόνο κύρωσης της ως άνω πράξης εφαρμογής, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του π.δ. 5/1986.
Επιπρόσθετα, όπως γίνεται δεκτό από την νομολογία, η εισφορά σε χρήμα που επιβάλλεται εξουσιαστικά από τον αρμόδιο Ο.Τ.Α. φέρει το χαρακτήρα εξειδικευμένου οικονομικού βάρους με μελλοντικό αντάλλαγμα την πολεοδομική αναβάθμιση της περιοχής του ακινήτου και συνακόλουθα συνιστά έσοδο της αρχής αυτής με στοχευμένο προορισμό, και επομένως πληροί τα στοιχεία της εντασσόμενης στο πλαίσιο της δημοτικής φορολογίας εισφοράς, ως αναγκαστική παροχή των βαρυνομένων που κτώνται ωφέλεια εκ του αποτελέσματος της επίτευξης του σκοπού, για τον οποίο θεσπίζεται. (ΔΕΧ 176/2019, ΔΕΑ 956/2016)
Εξάλλου, στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του α.ν. 344/1968, όπως το δεύτερο εδάφιο αυτής αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 61 του ν. 1416/1984, ορίζεται ότι το δικαίωμα των Ο.Τ.Α. προς βεβαίωση των φόρων, τελών, δικαιωμάτων, εισφορών και αντιτίμου προσωπικής εργασίας ενεργείται από τους Δήμους και τις Κοινότητες εντός αποσβεστικής προθεσμίας πέντε (5) ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους, στο οποίο ανάγονται, ενώ ορίζονται περιπτώσεις, κατά τις οποίες είναι δυνατή η βεβαίωση και μετά την πάροδο της παραπάνω προθεσμίας.
Επιπλέον, στο άρθρο 6 του ίδιου ως άνω αναγκαστικού νόμου, ορίζεται ότι ο χρόνος παραγραφής περί είσπραξης των βεβαιωθεισών αξιώσεων των Δήμων και Κοινοτήτων είναι είκοσι (20) χρόνια, ο οποίος άρχεται από τη λήξη του οικονομικού έτους, εντός του οποίου οι αξιώσεις βεβαιώθηκαν οριστικά, ενώ κατ’ εξαίρεση οι αξιώσεις των Ο.Τ.Α. προς είσπραξη των βεβαιωθεισών απαιτήσεων που προέρχονται από φόρους, τέλη, δικαιώματα, εισφορές και αντίτιμο προσωπικής εργασίας παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από την οριστική βεβαίωση των εν λόγω αξιώσεων.
Οι θεσπιζόμενες με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 2 και του άρθρου 6 του α.ν. 344/1968 πενταετής αποσβεστική προθεσμία του δικαιώματος προς βεβαίωση των αξιώσεων των Ο.Τ.Α. και πενταετής παραγραφή προς είσπραξη των βεβαιωθεισών ως άνω αξιώσεων αντίστοιχα καταλαμβάνει, κατά τη ρητή διατύπωση των εν λόγω νομοθετικών διατάξεων, μεταξύ άλλων εσόδων των Δήμων και Κοινοτήτων, και τις εν γένει θεσπισθείσες εισφορές υπέρ αυτών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι εισφορές σε χρήμα του άρθρου 9 του ν. 1337/1983, καθόσον, δεν λαμβάνει χώρα διάκριση, ενόψει του γενικού χαρακτήρα της ρύθμισης, όσον αφορά στο είδος των εισφορών που υπόκεινται στην προβλεπόμενη ως άνω πενταετή παραγραφή. Επιπλέον, έχει κριθεί ότι η αξίωση των Ο.Τ.Α. περί βεβαίωσης εισφοράς σε χρήμα λόγω επέκτασης του σχεδίου πόλης σε βάρος των υπόχρεων ιδιοκτητών ενεργείται εντός αποσβεστικής προθεσμίας πέντε (5) ετών από τη λήξη του οικονομικού έτους, στο οποίο ανάγεται. (ΣτΕ 3286/1995, 69/1998, ΔΕΑ 7905/2019).
Συναφώς προς τα ανωτέρω, είναι διάφορο το ζήτημα της υποχρέωσης της Διοίκησης να προβαίνει στη συντέλεση των ρυμοτομικών απαλλοτριώσεων εντός ευλόγου χρόνου από την κήρυξη αυτών με τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης στους ιδιοκτήτες των ρυμοτομούμενων ακινήτων. Τούτο διότι, η εν λόγω εισφορά σε χρήμα δεν συνιστά αποζημίωση των ιδιοκτητών των ρυμοτομούμενων εκτάσεων, αλλά αποτελεί χρηματική υποχρέωση, δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 24 του Συντάγματος και της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 1337/1983, των ιδιοκτητών των μη ρυμοτομούμενων εκτάσεων που εντάσσονται στο σχέδιο πόλης, λόγω της υποχρεωτικής συμμετοχής των ιδιοκτησιών τους, στη διάθεση των εκτάσεων που είναι απαραίτητες για να δημιουργηθούν κοινόχρηστα πολεοδομικά έργα.

Παραγραφή των απαιτήσεων που απορρέει απ’ αυτές.

Ενόψει όλων των ανωτέρω, συνάγεται ότι το δικαίωμα των Ο.Τ.Α. προς βεβαίωση εισφοράς σε χρήμα κατά των υπόχρεων ιδιοκτητών υπόκειται στην πενταετή αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 του α.ν. 344/1968, η οποία άρχεται από το τέλος του έτους, κατά το οποίο κυρώθηκε η πράξη εφαρμογής, ως έτος στο οποίο, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 9 του ν. 1337/1983, ανάγεται η εισφορά αυτή, με την επιφύλαξη των οριζομένων εξαιρετικών περιπτώσεων στο β’ εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του α.ν. 344/1968. Περαιτέρω, οι αξιώσεις των Ο.Τ.Α. προς είσπραξη από τους υπόχρεους ιδιοκτήτες της εισφοράς σε χρήμα παραγράφονται μετά την παρέλευση πενταετίας (5) από την οριστική βεβαίωση αυτών.

Στη διάταξη της παραγράφου 6 περίπτωση α’ του άρθρου 9 του ν. 1337/1983, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ν. 4315/2014, ορίζεται ότι σε κάθε συμβολαιογραφική πράξη που αφορά δικαιοπραξία εν ζωή και έχει ως αντικείμενο τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου που οφείλει εισφορά σε χρήμα, σύμφωνα με κυρωμένη πράξη εφαρμογής, επισυνάπτεται βεβαίωση του οικείου Δήμου περί καταβολής τουλάχιστον του ποσού των δόσεων που αντιστοιχεί σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) των συνολικών υποχρεώσεων που αναλογούν στο μεταβιβαζόμενο ακίνητο. Περαιτέρω, ορίζεται στην ως άνω νομοθετική διάταξη ότι το μη καταβληθέν υπόλοιπο των οφειλών εισφορών σε χρήμα βαρύνει τον αποκτώντα το δικαίωμα κυριότητας επί του ακινήτου και η απαίτηση του οικείου Δήμου για το μη καταβληθέν ως άνω υπόλοιπο δεν υπόκειται σε παραγραφή.
Από την εν λόγω νομοθετική διάταξη συνάγεται ότι με αυτή θεσπίζεται μόνο το απαράγραπτο των αξιώσεων των Ο.Τ.Α. κατά του αποκτώντος την κυριότητα του βαρυνόμενου με την εισφορά σε χρήμα ακινήτου, δυνάμει δικαιοπραξίας εν ζωή, εφόσον έχει προηγηθεί η έκδοση σε βάρος του αρχικού ιδιοκτήτη από τον οικείο Ο.Τ.Α. της σχετικής πράξης επιβολής εισφοράς σε χρήμα.

Κατά συνέπεια, και μετά τη θέση σε ισχύ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 4315/2014, ανεξαρτήτως του χρόνου γέννησης των σχετικών απαιτήσεων των Ο.Τ.Α. προς βεβαίωση και είσπραξη των εισφορών σε χρήμα, προ ή μετά την ισχύ της ανωτέρω νομοθετικής διάταξης, το δικαίωμα των Ο.Τ.Α. προς βεβαίωση εισφορών σε χρήμα, κατά των υπόχρεων ιδιοκτητών υπόκειται στην πενταετή αποσβεστική προθεσμία της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του α.ν. 344/1968.
Περαιτέρω, οι αξιώσεις των Ο.Τ.Α. προς είσπραξη των βεβαιωθεισών ως άνω εισφορών υπόκειται στην προβλεπόμενη στο άρθρο 6 του α.ν. 344/1968 πενταετή παραγραφή. ( 170/2020 Γνωμοδότηση του Γ’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους)