Ειδικές ανακριτικές πράξεις.

Περιεχόμενα

Ειδικές Ανακριτικές Πράξεις

Με την υπογραφή της Διεθνούς σύμβασης του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για το οργανωμένο έγκλημα στο Παλέρμο της Ιταλίας το Δεκέμβριο του 2000, η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να εντάξει στο ποινικό δικονομικό της σύστημα μία σειρά από ειδικές ανακριτικές τεχνικές (special investigative Techniques) για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Η έννοια των ειδικών ανακριτικών πράξεων είναι υπάλληλη σε αυτή των ανακριτικών πράξεων. Η διαφορά τους έγκειται στο  στενό πεδίο εφαρμογής τους, δηλαδή το περιορισμένο εύρος των εγκλημάτων (περιοριστικά αναφερόμενων στο νόμο) για την εξιχνίαση των οποίων οι ειδικές ανακριτικές πράξεις διενεργούνται .

1. Έννοια και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επίμαχων ανακριτικών πράξεων 

Ως ανακριτικές πράξεις του άρθρου 6 ν. 2928/2001 νοούνται οι εκεί περιοριστικά απαριθμούμενες δικονομικές πράξεις, οι οποίες διενεργούνται κατ’ απόλυτη μυστικότητα επί συγκεκριμένων μόνον εγκλημάτων προς υλοποίηση δικονομικών και κυρίως εγκληματοπροληπτικών σκοπών. Η ανακριτική διείσδυση, οι ελεγχόμενες μεταφορές, η παρακολούθηση της αλληλογραφίας και των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, η ηχητική και οπτική παρακολούθηση και τέλος η συσχέτιση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα απαρτίζουν τον αποκλειστικό κατάλογο των επίμαχων δικονομικών πράξεων, η διεξαγωγή των οποίων συνάπτεται με την προσβολή ιδίως των εννόμων αγαθών της προσωπικής ελευθερίας, της ιδιωτικής ζωής και της προσωπικότητας όχι μόνον των αμέσως θιγόμενων υπόπτων, αλλά αναπόφευκτα και τρίτων προσώπων.

2.Οι προϋποθέσεις διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων

Τρεις είναι οι προϋποθέσεις διενέργειας των ειδικών ανακριτικών πράξεων

  1. Η προϋπόθεση συνδρομής σοβαρών ενδείξεων
  2. Η προϋπόθεση κατάφασης της αναγκαιότητας των ανακριτικών πράξεων  
  3. Η προϋπόθεση έκδοσης ειδικά αιτιολογημένου βουλεύματος του αρμοδίου συμβουλίου

3. Οι ελλείπουσες εγγυήσεις και προϋποθέσεις του σχετικού νομικού πλαισίου

Περίοπτη θέση  καταλαμβάνει το συνδεόμενο με τον μυστικό χαρακτήρα των επίμαχων ανακριτικών πράξεων έλλειμμα ενημέρωσης του θιγόμενου προσώπου, σχετικά με το είδος του αποδεικτικού υλικού, τον τρόπο συλλογής του και τη χρήση του.

Εξίσου ορατό και ευχερώς διαπιστώσιμο είναι και το δεύτερο έλλειμμα των σχετικών διατάξεων, αυτό δηλαδή της μη διάκρισης των προϋποθέσεων επέμβασης σε ανύποπτα πρόσωπα, έλλειμμα το οποίο παραπέμπει στο γενικότερο ζήτημα της αναπόφευκτης διεύρυνσης του κύκλου των προσώπων που θίγονται από τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων.

4.Οι τροποποιήσεις των ειδικών ανακριτικών πράξεων με το νέο ΚΠοιν.Δ.

Ο νέος ΚΠΔ, βελτίωσε το κανονιστικό πλαίσιο των ειδικών ανακριτικών πράξεων υιοθετώντας θεμελιακές παραδοχές του ΕΔΔΑ και αναγνωρίζοντας ένα είδος αυξημένης εισαγγελικής εποπτείας στη διενέργειά τους. Ειδικότερα:

α) Προβλέφθηκε αυτοτελώς η ειδική ανακριτική πράξη της συγκαλυμμένης έρευνας, η οποία είχε τυποποιηθεί παλαιότερα μόνο στο άρθρο 253Β ΚΠΔ για τις ανακριτικές πράξεις εγκλημάτων διαφθοράς.

β) Θεσμοθετείται η ουσιαστική αιτιολόγηση των προϋποθέσεων για τη διενέργεια των ειδικών ανακριτικών πράξεων με την αναλυτική καταγραφή των κρίσιμων παραμέτρων της αξιούμενης αιτιολογίας του σχετικού βουλεύματος (άρ. 254 § 3 ΚΠΔ),

γ) Τίθεται υπό έλεγχο η δράση των προσώπων που δρουν συγκαλυμμένα, καθώς προβλέπεται εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ενώ συντάσσεται για την δράση των ανακριτικών υπαλλήλων ή του τρίτου αναλυτική έκθεση κατά τα άρθρα 148 έως 153 (άρ. 254 § 1 α΄ και β΄ ΚΠΔ).

δ) Τέλος, οριακής αποδοχής ρύθμιση συνιστά η θεσπιζόμενη επέμβαση για έλεγχο μεταφορών, άρση του απορρήτου και την καταγραφή της δραστηριότητας εκτός κατοικίας (άρ. 254 § 2 γ΄, δ΄, ε΄ ΚΠΔ) και κατά τρίτου αμέτοχου στο έγκλημα προσώπου, προκειμένου να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του κατηγορουμένου ή ο τόπος διαμονής ή κατοικίας του και εφόσον είναι τεχνικά αδύνατη η εξακρίβωση αυτών των στοιχείων με άλλο τρόπο.

Είδη Ειδικών Ανακριτικών Πράξεων

1.Ανακριτική Διείσδυση

Με τον όρο ανακριτική διείσδυση (ή αστυνομική παγίδευση) νοείται η χρησιμοποίηση, είτε των ίδιων των ανακριτικών υπαλλήλων, είτε άλλων εμπίστων προσώπων (και ιδιωτών) που συνεργάζονται με τις ανακριτικές αρχές, με στόχο τόσο την εξασφάλιση αποδεικτικού υλικού ή την κατάληψη του δράστη τη στιγμή που διαπράττει αξιόποινη πράξη, όσο και τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την αντιμετώπιση της οργανωμένης εγκληματικής δραστηριότητας.

Ο νέος ΚΠΔ βελτίωσε το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο υιοθετώντας θεμελιακές παραδοχές του ΕΔΔΑ και αναγνωρίζοντας την εποπτεία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών ως εγγυητικό όρο νομιμοποίησης της εν λόγω ανακριτικής πράξης.

2. Οι ελεγχόμενες μεταφορές

Η ρυθμιζόμενη στο άρθρο 38 του ν. 2145/1993 ανακριτική αυτή πράξη, συνιστά μια ειδική περίπτωση παρακολούθησης, που αφορά στη μεταφορά παράνομων αγαθών από την είσοδό τους στη χώρα μέχρι την έξοδό τους από την επικράτεια, ή μέχρι τον τελικό τόπο παραλαβής τους χωρίς καθόλου ή με περιορισμένη επέμβαση των διωκτικών αρχών, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η σύλληψη όλων των ενεχόμενων στην υπόθεση προσώπων.

3. H άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών  

Οι ρυθμίσεις των άρθρων 4 και 5 του ν. 2225/1994 εγγράφονται ως οι επαρκέστερες από δικαιοκρατική άποψη προβλέψεις σχετικά με την παρακολούθηση των θιγόμενων προσώπων στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Του λόγου το αληθές αποδεικνύει το γεγονός ότι, με εξαίρεση την ελλείπουσα προϋπόθεση της παρ. 2 στοιχ. αΔ του άρθρου 253Α ΚΠΔ περί σοβαρών ενδείξεων, οι λοιπές γενικές προϋποθέσεις των παρ. 2, 3 και 4 του ιδίου άρθρου ήταν ήδη ενσωματωμένες στο κείμενο του ν. 2225/1994.

4. Ηχητική και οπτική παρακολούθηση άρθρου 6 παρ. 4 ν. 2713/1999 

H ηλεκτρονική κατόπτευση ή εν γένει καταγραφή των συμβάντων και γενικότερα το πρόβλημα της χρήσης ειδικών τεχνικών μέσων θέτει σε περίοπτο προσκήνιο τόσο ζητήματα διάκρισης του ιδιωτικού από το δημόσιο χώρο, όσο και ζητήματα καθορισμού των ορίων επέμβασης στα δικαιώματα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και της ιδιωτικής ζωής καθώς και στις ειδικότερες εκφάνσεις τους, ήτοι στο δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας και στο δικαίωμα επί του μη δημόσια εκφερόμενου προφορικού λόγου (άρθρα 5, 9 και 9Α Συντ.).

Υπό αυτό το πρίσμα, η παρ. 4 του άρθρου 6 ν. 2713/1999, που καταγράφεται ως νομιμοποιητική βάση για τη διεξαγωγή της επίμαχης ανακριτικής πράξης, κρίνεται ως ιδιαίτερα ασαφής και ανεπαρκής.

5. Διασταύρωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 

Η συσχέτιση ή ο συνδυασμός δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, που βρίσκονται διάσπαρτα στα αρχεία διαφόρων φυσικών ή νομικών προσώπων, με σκοπό τη δημιουργία του ηλεκτρονικού πορτραίτου ενός υπόπτου, συνιστά την τελευταία ανακριτική πράξη του επίμαχου καταλόγου.

Η διασταύρωση ευαίσθητων δεδομένων οφείλει να θεωρείται ως απαγορευμένη, τόσο στις περιπτώσεις που αυτά δεν έχουν καταχωρισθεί νομίμως, όσο και όταν αυτά δεν αφορούν στην ποινικώς διαφέρουσα συμπεριφορά του θιγόμενου προσώπου.

Δοθέντος, τέλος, ότι η ανακριτική αυτή πράξη προσβάλλει, αν όχι τα δικαιώματα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και ιδιωτικής ζωής, τουλάχιστον το δικαίωμα πληροφορικής αυτοδιάθεσης του άρθρου 9Α Σ, είναι πρόδηλο ότι τυχόν μη τήρηση των προϋποθέσεων απόκτησης του σχετικού αποδεικτικού υλικού επισύρει απαγόρευση αξιοποίησης κατά τα οριζόμενα ρητά στο άρθρο 19 παρ. 3 .