Ποινική Διαπραγμάτευση (plea bargaining)

Περιεχόμενα

Η παρούσα διάταξη είναι νέα και δεν υπήρχε αντίστοιχη στον προϊσχύσαντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Με το άρθρο 303 εισάγεται στην Ελληνική έννομη τάξη ο αγγλοσαξονικής προέλευσης θεσμός του Plea  Bargaining που έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα την ανταλλαγή της ομολογίας με την επιβολή μειωμένης τιμής.

Νέος κώδικας

Στον  νέο κώδικα ο θεσμός αυτός αποδίδεται με τον όρο Ποινική Διαπραγμάτευση ώστε να υπάρχει αντιδιαστολή με το συγγενή πλην διαφορετικό θεσμό της Ποινικής Συνδιαλλαγής ο οποίος είχε  ήδη εισαχθεί στην έννομη τάξη και αναβαθμίζεται περαιτέρω στο νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.H τελευταία συνέχεται με περιουσιακού χαρακτήρα εγκλήματα -κακουργήματα, έχει σαν προϋπόθεση την αποζημιωτική ανταπόκριση του κατηγορουμένου προς τον θιγόμενο και η επιβολή της ποινής έχει συμβολικό χαρακτήρα.

Η ποινική διαπραγμάτευση από την άλλη μεριά καλύπτει ένα ευρύ φάσμα εγκλημάτων τόσο κακουργημάτων όσο και πλημμελημάτων αυτεπαγγέλτως διωκομένων εξαιρουμένων

α) αυτών που απειλούνται ισόβια,

β) του άρθρου 187 α – τρομοκρατία και

γ) των κατά της γενετήσιας ελευθέριας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής  και η ομολογία αποτελεί αντάλλαγμα επιβολής μειωμένης ποινής χωρίς να αποκλείεται και η αποκατάσταση της ζημίας, ενώ η μειωμένη ποινή δεν απομακρύνει την ποινική μεταχείριση του υπαιτίου από τον ποινικό της χαρακτήρα (Παπαδαμάκης, 2019).

Διαπραγμάτευση γίνεται υστέρα από αίτημα του κατηγορουμένου όχι μόνο στην προδικασία αλλά και στο ακροατήριο. Στην περίπτωση αυτή η διαπραγμάτευση γίνεται μεταξύ του κατηγορουμένου και του Εισαγγελέως της έδρας. Στο τελικό πρακτικό υπάρχει βεβαίωση της ομολογίας του κατηγορουμένου, προσδιορισμός της συμφωνηθείσας ποινής και ο τρόπος έκτισης της. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι ο Εισαγγελέας που αναλαμβάνει την διαπραγμάτευση έχει την διακριτική ευχέρεια(στοιχείο αναβάθμισης του ρόλου του Εισαγγελέα)εκτιμώντας την προσωπικότητα του δράστη και τις περιστάσεις τέλεσης της πράξεις που προκύπτουν από τη δικογραφία να θεωρήσει την πράξη ακατάλληλη για διαπραγμάτευση (αρ.303.παρ.2 εδ.α΄ΚΠΔ).

Βέβαια το γεγονός ότι γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον Εισαγγελέα και στον κατηγορούμενο το ύψος της ποινής είναι μια εξέλιξη αμφιλεγόμενη και το επιχείρημα που προτείνεται της πραγματικά αστραπιαίας ταχύτητας που εξασφαλίζεται με την παράκαμψη της ανάκρισης και της ακροαματικής διαδικασίας αυτόματα στον καθορισμό της ποινής είναι αποστομωτικό.

Υπάρχει βέβαια και ο αντίλογος ότι η ποινική διαπραγμάτευση παραβιάζει ευθέως την αρχή της δίκαιης δίκης και ειδικότερα το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, το τεκμήριο αθωότητας, το δικαίωμα σιωπής κ.α.

Επίσης ο συγκεκριμένος θεσμός δεν προσιδιάζει με την «αρχή της ενοχής» που ισχύει  στο δικανικό μας σύστημα και την αρχή της προφορικότητας ,της δημοσιότητας, της αμεσότητας και όλων των κανόνων που οδηγούν στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας με συνέπεια να παραβιάζεται η θεμελιώδης αρχή «nulla poena sine processu».